Από το Μάιο και μετά εκτιμά η JP Morgan ότι θα  επιχειρήσει η Αθήνα μία νέα έξοδο στις αγορές ομολόγων, έπειτα από την έκδοση του 30ετούς τίτλου, του πρώτου από το 2008, την προηγούμενη εβδομάδα, η οποία αντιμετωπίστηκε από τους ξένους σαν ένα ορόσημο για την «ολική επαναφορά» της Ελλάδας μετά την κρίση χρέους.   

Η JP Morgan επισημαίνει ότι τα 7ετή και 10ετή ελληνικά ομόλογα είναι τα πιο ελκυστικά και διατηρεί τις long θέσεις της στο ελληνικό 7ετές έναντι του αντίστοιχου γερμανικού.

epomeno-rantevoy-me-tis-agores-omologon-apo-maio0

«Η δυναμική των αγορών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι εποικοδομητικές μακροοικονομικές προοπτικές και το σταθερό πολιτικό περιβάλλον» είναι οι λόγοι τους οποίους η JP Morgan τηρεί θετική στάση απέναντι στα ελληνικά ομόλογα.

Άλλωστε, όπως προσθέτει, και οι τάσεις στο μέτωπο της νέας προσφοράς προβλέπονται υποστηρικτικές, αφού οι αναλυτές του οίκου βλέπουν μικρές πιθανότητες μιας νέας εξόδου της Ελλάδας στις αγορές έως το Μάιο.

Εξάλλου, όπως σημείωνε και η DZ Bank σε πρόσφατη έκθεσή της, με την οποία επεσήμαινε τη μαεστρία με την οποία χειρίστηκε η Αθήνα την έκδοση του 30ετούς, η Ελλάδα δεν αναμένεται να αρχίσει να εκδίδει ομόλογα τακτικά, όπως έκανε πριν από την κρίση και όπως κάνουν πιο μεγάλοι εκδότες στην Ευρώπη. Αντ΄ αυτού, θα το κάνει σε ακανόνιστη βάση και ανάλογα με τις συνθήκες στην αγορά. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η Αθήνα έχει πολύ χαμηλότερες ανάγκες αναχρηματοδότησης σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, καθώς μεγάλο μέρος του χρέους της οφείλεται προς τους πιστωτές του επίσημου τομέα.

Έτσι, με το επόμενο ραντεβού της Αθήνας με τις αγορές να δίνεται το Μάιο, η προσοχή θα εστιάσει εν τω μεταξύ στις κινήσεις της ΕΚΤ, αλλά και στους οίκους αξιολόγησης. Ως γνωστόν, η ΕΚΤ παρακολουθεί πολύ στενά τις τελευταίες αναταράξεις στις αγορές ομολόγων και έχει ανακοινώσει ήδη ότι  θα ανεβάσει τους ρυθμούς αγοράς ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP (δηλαδή του μοναδικού στο οποίο συμμετέχουν τα ελληνικά ομόλογα).

Στο μέτωπο των αξιολογήσεων, έπειτα και από την στάση αναμονής που επέλεξε να τηρήσει την Παρασκευή η DBRS (οι σχετικά περιορισμένες προσδοκίες που υπήρχαν για αναβάθμιση του trend της ελληνικής αξιολόγησης σε θετικό από σταθερό δεν θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν, την ώρα που το επιδημιολογικό σκηνικό είναι άσχημο και οι  προοπτικές ανοίγματος της οικονομίας ρευστές), το επόμενο «ραντεβού» τοποθετείται στις 23 Απριλίου, όταν η S&P έχει προγραμματίσει το δικό της review για την ελληνική αξιολόγηση. Έως τότε, οι αναλυτές θα έχουν μία σαφώς πιο ξεκάθαρη εικόνα ως προς την επιδημιολογική κατάσταση και το κατά πόσο αυτή επιτρέπει το άνοιγμα του τουρισμού, στα μέσα του Μαΐου.