Η Ήπια Ισχύς είναι «η ικανότητα ενός κράτους να δομεί μια κατάσταση με τέτοιο τρόπο ώστε τα άλλα κράτη να αναπτύσσουν τις προτιμήσεις τους ή να προσδιορίζουν τα ενδιαφέροντά τους σε αρμονική θέση με τα δικά του». Ο ορισμός του λεγόμενου «Soft Power» ανήκει στον Ομότιμο Καθηγητή του Harvard Joseph Nye, ο οποίος με το βιβλίο του «Soft Power: The means to success in world politics» παρομοίασε την παγκόσμια πολιτική με μία τρισδιάστατη σκακιέρα. Η πρώτη διάσταση αφορά στη στρατιωτική δύναμη, όπου οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διατηρούν την υπεροχή. Η δεύτερη αντανακλάται στην οικονομική ισχύ σε ένα πολύ-πολικό σύστημα. Η τρίτη διάσταση επεκτείνεται στην παιδεία, τον πολιτισμό, το περιβάλλον και σαφέστατα στην υγεία με έμφαση στην αναχαίτιση μεταδοτικών νόσων. Εδώ, η εξουσία κατανέμεται ευρέως και οργανώνεται χαοτικά – παρά την εγγενή αντίφαση- μεταξύ κρατικών και μη κρατικών δομών.

Η θεωρία του Nye δε συνιστά προφητεία του υγειονομικού ανταγωνισμού που παρακολουθούμε να εντείνεται μεταξύ των κρατών εν μέσω της πανδημίας COVID-19. Ιστορικά, μπορεί κανείς να συναντήσει μία πληθώρα αντίστοιχων παραδειγμάτων. Από τις ευαίσθητες διακρατικές ισορροπίες του πρώτου Παγκόσμιου Υγειονομικού Συνεδρίου το 1859 για την αξιοποίηση της διπλωματίας στην αντιμετώπιση νοσημάτων όπως η πανούκλα και ο κίτρινος πυρετός, μέχρι τον ψυχρό πόλεμο και την εξάλειψη της ευλογιάς, η οποία αποδίδεται εν πολλοίς στον ανταγωνισμό μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ. Αντίστοιχο ρόλο διαδραμάτισε η Κίνα στις χώρες της περιφέρειάς της που επλήγησαν από την επιδημία SARS το 2002. 

Με αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, ο εμβολιασμός COVID-19 είχε όλα τα χαρακτηριστικά για να μετατραπεί σε άσκηση ήπιας ισχύος στη διεθνή διπλωματία του πανδημίας. Στις αρχές του έτους, οι ήδη τεταμένες σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Βρετανίας δοκιμάστηκαν με νέες διασυνοριακές εμπορικές αντιπαραθέσεις, για τη διοχέτευση των εμβολίων που παράγονται σε βρετανικό έδαφος. Η Ινδία αξιοποίησε συστηματικά τις παραγωγικές της μονάδες για να εφοδιάσει με εμβόλια τις γειτονικές χώρες Νεπάλ, Μιανμάρ και Μπαγκλαντές και παράλληλα να τις προσδέσει ασφαλέστερα στο άρμα της. Πιο χαρακτηριστική η περίπτωση του Ισραήλ, το οποίο συμφώνησε να χρηματοδοτήσει την αγορά εμβολίων για τη Συρία, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση πολιτών του που κρατούνταν από τις δυνάμεις της Δαμασκού. 

Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν επικεντρωθεί στον εγχώριο εμβολιασμό, σε έναν αγώνα δρόμου να διασφαλίσουν την ταχεία πρόσβαση των πολιτών στο εμβόλιο και κατ’ επεκτάση να επιταχύνουν το άνοιγμα των οικονομιών τους. Η αυξανόμενη εσωτερική ζήτηση επιβαρύνει τη διαθεσιμότητα εκτός δυτικών αγορών και τελικά οδηγεί τα κράτη του αναπτυσσόμενου κόσμου πιο κοντά στην αγκαλιά της Κίνας και της Ρωσίας. Κατά το τελευταίο τρίμηνο, το κινεζικό εμβόλιο διανεμήθηκε σε περίπου τριάντα χώρες ισχυροποιώντας τη διεθνή θέση της χώρας από τη Σερβία και την Τουρκία μέχρι τη Βραζιλία και το Μεξικό.  Αντίστοιχα το εμβόλιο Sputnik διανεμήθηκε σε 20 κράτη, έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία έγκρισής του από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και εύλογα το μαγικό φυαλίδιο μετατρέπεται σε έναν απρόσμενο μοχλό ενίσχυσης της χώρας ως τεχνολογικά ανταγωνιστικού κράτους και παγκόσμιου ηγέτη.

Καθώς ο δυτικός κόσμος είναι εύλογα επικεντρωμένος στην οριστική αναχαίτιση της πανδημίας εντός των ορίων του, η επίδρασή της υγειονομικής περιπέτειας στις διεθνείς ισορροπίες την επόμενη ημέρα δεν θα πρέπει να μας διαφύγει από το κάδρο. Ο Π.Ο.Υ. έχει ήδη κατηγορήσει ευθέως τα πλούσια κράτη ότι υπερσυσσωρεύουν εμβόλια και στερούν έτσι από τις αναπτυσσόμενες χώρες το σημαντικότερο όπλο κατά του κορωνοϊού. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δε συμβάλει πιο έγκαιρα και πιο αποτελεσματικά στην παγκόσμια διανομή των εμβολίων, τότε εύλογα κινδυνεύει να κερδίσει μεν το παιχνίδι της δημόσιας υγείας, αλλά να χάσει περαιτέρω τη δυναμική της στην περιφερειακή και διεθνή σκακιέρα, ακόμα και στη δική της αυλή, όπως στις χώρες των Βαλκανίων. 

*Ο Γιώργος Τσιακαλάκης είναι Υπ. Διδάκτορας Πολιτικών Υγείας, Διευθυντής της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας