παγκρᾰτιάζω, εκτελώ τα αγωνίσματα του παγκρατίου, σε Πλάτ.· μεταφ., κινώ τους βραχίονες όπως όταν κάνω γυμναστική, χειρονομώ, κουνώ τα χέρια βιαστικά και απότομα, σε Αισχίν.